μικρούλης, -α, -ι

μικρούλης, -α, -ι
1. αυτός που έχει πολύ μικρές διαστάσεις: Κρατούσε στα χέρια ένα μικρούλι μωρό.
2. ο μικρός στην ηλικία: Ο άντρας της ξελογιάστηκε με μια μικρούλα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μικρούλης — α, ι και ικο [μικρός] 1. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («μικρούλα κάμαρα») 2. αυτός που είναι πολύ μικρός ως προς την ηλικία («έλα, μικρούλη μου να σέ φιλήσω») 3. ως ουσ. α) νέος, νεανίσκος, παιδίσκη, κοπέλα β) μικρό παιδάκι …   Dictionary of Greek

  • List of Mr. Men — The following is a list of Mr. Men, from the children s book series by Roger Hargreaves, also adapted into the children s television programme The Mr. Men Show. Books one (Mr. Tickle) to forty three (Mr. Cheerful) were written by Hargreaves, and… …   Wikipedia

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • Μίκυθος — Μίκυθος, ύθη, ον (Α) (υποκ. τού μικκός, ως κύρ. όν.) πολύ μικρός, μικρούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικ(κ)ός/μικ ρός + επίθημα υθος] …   Dictionary of Greek

  • μικρούλα — (I) η ζωολ. αντιπροσωπευτικό γένος άνουρων αμφιβίων τής μεγάλης οικογένειας microhylidae. (II) η θηλ. τού μικρούλης …   Dictionary of Greek

  • μικρούλικος — η, ο (υποκορ. τού μικρούλης, πάρα πολύ μικρός …   Dictionary of Greek

  • μικρούτσικος — η, ο (Μ μικρούτσικος και μικρούτζικος, η, ον) [μικρός] 1. πάρα πολύ μικρός ως προς τις διαστάσεις («ένα μικρό μικρούτσικο, τού βασιλιά τ αγγόνι», δημ. τραγούδι) 2. κάπως μικρός 3. πάρα πολύ μικρός ως προς την ηλικία, μικρούλης μσν. 1. ασήμαντος 2 …   Dictionary of Greek

  • κοπέλι — το 1. παιδί, μικρούλης. 2. υπηρέτης, μαθητευόμενος. 3. φρ., «λέγε λέγε το κοπέλι κάνει τη γριά και θέλει», με την επιμονή γίνονται και τα πιο απίθανα πράγματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μικρούλικος — η, ο ο πολύ μικρός, ο μικρούλης: Τα καναρίνια γεννούν μικρούλικα αβγά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαϊδούλης — ο ο πολύ χαϊδεμένος: Είναι μικρούλης και χαϊδούλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”